ὑπεξούσιος

ὑπεξούσιος
ὑπεξ-ούσιος, α, ον, but ος, ον POxy. (v. infr.),
A subject to the power of another, opp. αὐτεξούσιος, Cod.Just.6.4.4.25, Sch.E.Andr.411,628;

θυγάτηρ POxy.129.2

(vi A. D.), cf. Mich.in EN45.33; = filius familias, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπεξούσιος — subject to the power of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεξούσιος — α, ο / ὑπεξούσιος, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος 2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξουσία (πρβλ. συν εξούσιος)] …   Dictionary of Greek

  • υπεξούσιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο μη ανεξάρτητος (αντίθ. αυτεξούσιος), υποτελής: Οι Έλληνες στην Κατοχή ήταν υπεξούσιοι στους Γερμανούς. 2. (νομ.), αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γονέων του (για ανήλικα τέκνα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεξουσίων — ὑπεξούσιος subject to the power of fem gen pl ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξουσίως — ὑπεξούσιος subject to the power of adverbial ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξούσιον — ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc sg ὑπεξούσιος subject to the power of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξουσίοις — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξουσίου — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξουσίους — ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξουσίῳ — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξούσια — ὑπεξούσιος subject to the power of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”